- λωτεῦσι
- λωτέωplay the flutepres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)λωτέωplay the flutepres ind act 3rd pl (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωτώ — λωτῶ, έω (Α) [λωτός] 1. ανοίγω, θάλλω 2. (κατά τον Ζωναρά) παίζω αυλό 3. (κατά τον Ησύχ.) «λωτεῡσι δέ, πάχνη, άνθεῑ ποιοῡσιν αἰσχρότητες» … Dictionary of Greek